- ἐπιγαμβρεύσοι
- ἐπιγαμβρεύσοῑ , ἐπιγαμβρεύωbecome son-in-lawfut opt act 3rd sgἐπιγαμβρεύσοῑ , ἐπιγαμβρεύωbecome son-in-lawfut opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.